ἀπολυπραγμόνητος

ἀπολυπραγμόνητος
ἀπολυπραγμ-όνητος, ον,
A not meddled with, prob. in SIG399.24 (Delph.). Adv.

-τως Hsch.

s.v. ἀπεριέργως.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απολυπραγμόνητος — ἀπολυπραγμόνητος, ον (AM) εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να πολυεξετάζει …   Dictionary of Greek

  • ἀπολυπραγμόνητος — not meddled with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυπραγμονήτως — ἀπολυπραγμόνητος not meddled with adverbial ἀπολυπραγμόνητος not meddled with masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυπραγμόνητον — ἀπολυπραγμόνητος not meddled with masc/fem acc sg ἀπολυπραγμόνητος not meddled with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυπραγμονήτῳ — ἀπολυπραγμόνητος not meddled with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυπραγμόνητα — ἀπολυπραγμόνητος not meddled with neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆԽՈՒԶԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0163 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ա. ἁνεξερεύνιτος, ἁπολυπραγμόνητος , ἁνεξέταστος, ἁπαράβλητος Զոր չէ մարթ խուզել. անհետազօտելի. անքնին. ընդունելի առանց ցուցման. անկշռելի. անզուգական. *Աներեւոյթ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”